- πλευρίτιδα
- Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή κοιλότητα, όπου συγκεντρώνεται το πλευρικό εξίδρωμα.
Η π. μπορεί να είναι οξεία ή χρονία, ξηρά ή υγρά (εξιδρωματική). Η ξηρά είναι πρωτοπαθής (από ψύξη) ή δευτεροπαθής τοπική εκδήλωση οξείας ή χρονίας ασθένειας (πνευμονία, πνευμονική φυματίωση, σηψαιμία, ρευματισμοί κ.ά.). Χαρακτηρίζεται από έντονο πόνο στα πλευρά και συνήθως υποχωρεί μέσα σε λίγες μέρες ή εβδομάδες, παραμένει δε ως ξηρά π. σε όλη τη διάρκειά της ή αποτελεί την πρώτη φάση της εξιδρωματικής (υγρά). Η υγρά ή εξιδρωματική π. χαρακτηρίζεται από την παρουσία ελεύθερου υγρού στην πλευρική κοιλότητα και είναι πρωτοπαθής ή δευτεροπαθής.
Κλινικά η π. εμφανίζει πολλές μορφές ανάλογα α) με τη φύση του υγρού που παράγεται (οροϊνώδης, πυώδης, αιμορραγική)· β) με το αίτιο που την προκαλεί (φυματιώδης, γαγγραινώδης, νεοπλασματική, στρεπτοκοκκική, γριπώδης, ρευματική κ.ά.)· γ) με την εντόπιση και την έκταση της βλάβης (διπλή, διαφραγματική, μεσολόβια) και δ) ανάλογα με την κατάσταση του ασθενή (π. των παιδιών, των γερόντων, των καρδιακών). Τυπική της οξείας π. είναι η λεγόμενη οροϊνώδης, που εμφανίζεται συνήθως μετά από ψύξη και μπορεί να αποτελέσει μεμονωμένη περίπτωση ή επιπλοκή κάποιας ασθένειας (φυματίωσης, γρίπης κλπ.) ή να συνδυαστεί με πνευμονία (πλευροπνευμονία). Εμφανίζεται με ρίγη, πυρετό και πόνο στο πλευρό, η ένταση του οποίου δυσκολεύει την αναπνοή. Όταν μάλιστα το υγρό είναι άφθονο, μπορεί να παρατηρηθεί διάταση του θώρακα ή μετατόπιση της καρδιάς.
Αντικειμενικά η π. χαρακτηρίζεται από διάφορα επικρουστικά και ακροαστικά ευρήματα (αμβλύτητα, ελάττωση του αναπνευστικού ψιθυρίσματος, ήχος τριβής σε ξηρά μορφή κ.ά.). Η πρόγνωση είναι καλύτερη για τους ενήλικους παρά για τα παιδιά ή τους ηλικιωμένους, όλα όμως εξαρτώνται από το αίτιο που την προκαλεί και την ικανότητα της αντίστασης του οργανισμού του αρρώστου. Η θεραπεία συνίσταται σε ανάπαυση, γενικά καταπραϋντικά, αναλγητικά, αντιβηχικά, αντιβιοτικά και δίαιτα. Με παρακέντηση του θώρακα γίνεται δυνατή η λήψη πλευρικού υγρού και η χημική και μικροσκοπική εξέταση του. Όταν η συγκέντρωση υγρού είναι μεγάλη, πραγματοποιείται εκκενωτική παρακέντηση. Η ανάρρωση από την οροϊνώδη π. φυματιώδους μορφής είναι πάντα μακροχρόνια και ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται τακτικά από το γιατρό.
Στα ζώα η οξεία πρωτοπαθής οροϊνώδης π. παρατηρείται κυρίως στα άλογα, προσβάλλει και τα δύο πλευρά και εμφανίζεται γενικά μετά από ψύξη, οι δεν οξείες δευτεροπαθείς π. ή συμπτωματικές αποτελούν επιπλοκή γενικών λοιμωδών νοσημάτων. Οι χρόνιες π. είναι συνήθως φυματιώδους μορφής και παρατηρούνται στα βοοειδή και τα σαρκοφάγα ζώα.
* * *η / πλευρῑτις, -ίτιδος, ΝΜΑφλεγμονή τού υπεζωκότα με συλλογή υγρού στην πλευρική κοιλότητανεοελλ.φρ.1. «υγρά πλευρίτιδα» — φλεγμονή τού υπεζωκότα με συλλογή φλεγμονώδους υγρού2. «ξηρά πλευρίτιδα» — φλεγμονή τού υπεζωκότα, χωρίς συλλογή υγρού3. «μονόπλευρη [δίπλευρη, δεξιά, αριστερά] πλευρίτιδα» — φλεγμονή στη μια πλευρά, δεξιά ή αριστερά ή και στις δύοαρχ.το φυτό σκόρδιον, κατά την ταξινόμηση τού Διοσκορίδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. σπλην-ίτης). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως ονομ. τού φυτού σκόρδιον λόγω των ιδιοτήτων του].
Dictionary of Greek. 2013.